χαρακῶ

χαρακῶ
χαρακόω
fence by a palisade
pres subj act 1st sg
χαρακόω
fence by a palisade
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρακώ — όω, ΜΑ βλ. χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… …   Dictionary of Greek

  • περιχαρακώνω — περιχαρακῶ, όω, ΝΜΑ 1. κατασκευάζω χαράκωμα γύρω από κάτι, οχυρώνω 2. μτφ. προστατεύω αποτελεσματικά νεοελλ. απομονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαρακῶ ( ώνω) (< χάραξ)] …   Dictionary of Greek

  • χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… …   Dictionary of Greek

  • χαράκων — ῶνος, ὁ, Α πιθ. αμπέλι με χάρακες, με πασσάλους υποστήριξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακῶ, ώνω + επίθημα –ών (πρβλ. κοιτ ών)] …   Dictionary of Greek

  • χαράκωση — η / χαράκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαρακῶ, ώνω] κατασκευή χαρακώματος κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, περιχαράκωση νεοελλ. χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα μσν. αρχ. πρόσδεση κλήματος σε χάρακα, σε πάσσαλο στήριξης αρχ. φράχτης από αιχμηρούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”